-
1 στολιζω
1) сворачивать, убирать(νηὸς πτερά Hes.)
2) одевать, наряжать(σ. καὴ κοσμεῖν τινα Plut.)
3) украшать, снабжать(νῆας σημείοισιν Eur.)
4) оснащать, вооружать(ἐστολισμένος δορί Eur.)
См. также в других словарях:
στολίζω — ΝΜΑ [στόλος / στολή] 1. διακοσμώ, κοσμώ, καλλωπίζω, ντύνω με ωραία ενδύματα και κοσμήματα (α. «στολίζουν τη νύφη» β. «νέον τινὰ στολίσαντες ὡς κόρην», Τζέτζ. γ. «τὸ ἀγαλμάτιον στολίζουσι καὶ κοσμοῡσι», Πλούτ.) 2. (το μεσοπαθ.) στολίζομαι α) φορώ… … Dictionary of Greek